Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Η ΧΡΥΣΩ ΠΡΙΝ 553 ΧΡΟΝΙΑ

Η Χρύσω πριν 553 χρόνια

Στα δύο τελευταία τεύχη του περιοδικού «Ευρυτανικά χρονικά», που εκδίδεται από την Πανευρυτανική ένωση, ο ιστοριοδίφης κ. Ανάργυρος-Γιάννης Μαυρομύτης δημοσιεύει ένα φορολογικό κατάστιχο (κατάλογο) του σαντζακίου (επαρχίας) Τρικάλων, στο οποίο οι περιοχές Αγράφων, Καρπενησίου και Κραβάρων υπάγονταν διοικητικά και δημοσιονομικά. Το κατάστιχο αυτό αναφέρεται στα έτη 1454 - 1455, ένα χρόνο δηλαδή μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Στο κατάστιχο αυτό υπάρχει ο παρακάτω πίνακας που αναφέρεται στο χωριό μας.

Χωριό Χρύσω (HIRSOVA)

Σιτάρι 90 κοιλά, επί 8, σύνολο άσπρα 720
Κριθάρι 90 >> επί 5, >> >> 450

Δεκάτη στα αμπέλια >> 200
>> >> κουκούλια >> 20
>> >> μελίσσια >> 50
>> στο λινάρι >> 100
Δεκάτη στα καρύδια άσπρα 30
Φόρος για μύλους 2 >> 20
Προσωπικός φόρος >> 3960
Φόρος στους χοίρους >> 10

Νοικοκυριά 183
Ανύπαντροι 29
Χήρες 12

Σύνολο άσπρα 5560


Από τον παραπάνω πίνακα μπορούμε να συνάγουμε αρκετές πληροφορίες για το χωριό μας. Παρατηρούμε ότι εκείνη την εποχή, πριν δηλαδή 553 χρόνια, υπήρχαν στη Χρύσω 183 νοικοκυριά. Αν υποθέσουμε ότι κάθε νοικοκυριό αποτελείτο από 4 έως 6 τουλάχιστον άτομα, συμπεραίνουμε ότι ο πληθυσμός του χωριού μας, με τους συνοικισμούς του (Δάφνη, Άγιο Δημήτριο, Γάβρινα, Γούρδεση, Μέγα Χωράφι, Παλιοχώρι), ξεπερνούσε τα 1.100 άτομα.
Παρατηρούμε ότι είχε 2 μύλους και παρήγαγε σιτάρι, κριθάρι και λινάρι. Συγκεκριμένα παρήγαγε 90 κοιλά σιτάρι ( 17 τόνους), 90 κοιλά κριθάρι (14 τόνους). Σπουδαία θέση στην οικονομία του χωριού μας κατείχε η αμπελουργία, η μελισσοκομία, η παραγωγή καρυδιών και τα κουκούλια (μεταξοσκώληκες).
Στην Ευρυτανία, όσο και αν σήμερα ακούγεται παράξενα, υπήρχε μέχρι τα μέσα του αιώνα που πέρασε συστηματική καλλιέργεια και εμπόριο μεταξόσπορων. Οι κάτοικοι ορισμένων χωριών (Κεράσοβο, Μαραθιά, Καλεσμένο, Βίνιανη, Φραγκίστες, Μαραθιά, Βίνιανη, Καλεσμένο, Στένωμα, Φουρνά, Ρεντίνα, Γοριανάδες, Κορυσχάδες, Νόστιμο, Βουτύρο, Κλαψί, Μικρό και Μεγάλο Χωριό), ασχολούνταν συστηματικά με την καλλιέργεια των μεταξόσπορων.
Στο βιβλίο του Δ. Ι. Χουτόπουλου «Εκθεσις περί σηροτροφίας στην Ευρυτανία» αναφέρεται ότι μέχρι το 1880 η Ευρυτανία ήταν η κατεξοχήν σηροτρόφος επαρχία της Ελλάδας. «Απασαι δε αι λοιπαί επαρχίαι, επρομηθεύοντο τον σπόρον» απ’ αυτήν. Ευνοϊκοί παράγοντες για την ανάπτυξη της σηροτροφίας υπήρξαν οι κλιματολογικές συνθήκες, αλλά και οι οικίες των Ευρυτάνων που «κατά το πλείστον είναι αρκετά ευρύχωροι, ευάεροι και καλώς εκτισμέναι, ώστε να δύνανται να φιλοξενώσι τον μεταξοσκώληκα συμφώνως
προς τας υγιεινάς αυτού απαιτήσεις».
Τα έσοδα από την εκτροφή του μεταξοσκώληκα κατείχαν πρωτεύουσα θέση στα οικονομικά κάθε οικογένειας. Ο δε ερευνητής Γ.Δ. Στάθης αναφέρει ότι η ετήσια εξαγωγή μεταξιού από ορισμένα χωριά έφτανε τις 4.000 οκάδες. Στην Ανατολική Φραγκίστα καλλιεργούσαν συστηματικά τον μεταξοσκώληκα μέχρι και το 1966, με τελευταίους καλλιεργητές τους απόγονους του παπά Κώστα Τσιούμα.


Για την ευκολότερη ανάγνωση του πίνακα παραθέτω τις παρακάτω πληροφορίες:
Το κοιλό: Είναι μέτρο χωρητικότητας, με το οποίο μετρούσαν την παραγωγή των σιτηρών και οσπρίων στ΄ αλώνια και είναι διαφόρου βάρους ανάλογα με το είδος. Ένα κοιλό (Τρικάλων) σιτάρι αντιστοιχεί με 150 οκάδες
Ένα κοιλό κριθάρι αντιστοιχεί με 125 οκάδες

Η οκά: Είναι τουρκική μονάδα βάρους, που υποδιαιρείται σε 400 δράμια ή 1282 γραμμάρια . Καταργήθηκε από την 1η Ιουλίου 1958 και αντικαταστάθηκε από το κιλό.

Ασπρο: Ρωμαϊκό, βυζαντινό και αργότερα τουρκικό αργυρό νόμισμα, το οποίο αντικαταστάθηκε με το γρόσι.

Δεκάτη: Σύστημα φορολογίας, που συνίστατο στην υποχρεωτική εισφορά του ενός δεκάτου (10%) της παραγωγής ή του εισοδήματος. Η δεκάτη πληρωνόταν στο είδος παραγωγής, (σιτηρά, λάδι, κρασί, κηπευτικά, μέλι και άλλα είδη). Τα εισέπρατταν ειδικοί υπάλληλοι ή οι προεστοί και τα παρέδιναν στο Δημόσιο. Συνήθως τα πουλούσαν με πλειοδοσία, χωριστά κάθε είδος και ο τελευταίος πλειοδότης πλήρωνε στο Δημόσιο και τα εισέπραττε ο ίδιος με δικούς του υπαλλήλους. Ήταν οι «δεκατιστάδες», που παρακολουθούσαν τους γεωργούς στα αλώνια και μετρούσαν τα σιτηρά, στα ελαιοτριβεία για το λάδι, και γενικά όλα τα προϊόντα, ανάλογα με το είδος που παρήγαγαν και εισέπρατταν τη δεκάτη. Έτσι δημιουργήθηκε μια τάξη εμπόρων, πολλοί από τους οποίους εργάζονταν με δικαιοσύνη και αμεροληψία, εισπράττοντας το δίκαιο τους, άλλοι όμως προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να συγκεντρώσουν μεγαλύτερα κέρδη, ήταν αυστηροί και δεν μετρούσαν κανονικά και γίνονταν αντιπαθητικοί στη γεωργική τάξη.
Λινάρι: Ποώδες φυτό που καλλιεργείται για τις κλωστικές ίνες του από τις οποίες κατασκευάζονται λινά νήματα και υφάσματα.
Γρηγόρης Τριανταφύλλου